- μελανουρίς
- μελᾰν-ουρίς, ίδος, pecul. fem. of sq., AP6.304 (Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανουρίς — μελανουρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μελάνουρος … Dictionary of Greek
μελάνουρος — ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, ίδος) το μελανούρι αρχ. 1. είδος ιοβόλου φιδιού 2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος … Dictionary of Greek
μελανουρίδας — μελάνουρος black tail fem acc pl μελανουρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)